- θύλακος
- ο мешочек, сумка;
κυνηγετικός θύλακος — ягдташ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνηγετικός θύλακος — ягдташ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θύλακος — θύλακος, ο και θύλακας, ο 1. μικρός σάκος. 2. περίβλημα. 3. μτφ., τμήμα στρατιωτών που εισχωρεί στο εχθρικό έδαφος: Οι εχθροί έριξαν αλεξιπτωτιστές και δημιούργησαν θυλάκους πίσω από τις αμυντικές γραμμές μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek
θύλακος — θύ̱λακος , θύλακος sack masc nom sg θύ̱λακος , θῦλαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω … Dictionary of Greek
θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… … Dictionary of Greek
θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών … Dictionary of Greek
ολβοθύλακος — ὀλβοθύλακος, ὁ (Α) θύλακος για την εναπόθεση χρημάτων, βαλάντιο, πορτοφόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + θύλακος «μικρός σάκος» (πρβλ. ασκο θύλακος)] … Dictionary of Greek
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
γναθοθύλακος — ο θύλακος, σάκος, που σχηματίζεται με πτύχωση τού στοματικού βλεννογόνου κάτω από τα μάγουλα (σε νυχτερίδες, πιθήκους και αμφίβια). [ΕΤΥΜΟΛ. < γνάθος + θύλακος. Η λ. γναθοθύλακοι, οι πληθ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
θυλάκη — θυλάκη, ἡ (Μ) [θύλακος] το όσχεο, ο θύλακος τών όρχεων … Dictionary of Greek
θυλακούμαι — θυλακοῡμαι, όομαι (Α) [θύλακος] γίνομαι θύλακος, σακούλι … Dictionary of Greek